- ἐκπεπληγμένην
- ἐκπλήσσωstrike out ofperf part mp fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθηρώ — και αττ. τ. ξυνθηρῶ, άω, Α [σύνθηρος] 1. βγαίνω για κυνήγι μαζί με κάποιον άλλο 2. μτφ. συλλαμβάνω ή βρίσκω κάτι μαζί με κάποιον άλλο («σὺν δὲ νιν θηρώμεθ εὐθὺς οὐδὲν ἐκπεπληγμένην», Σοφ.) … Dictionary of Greek